- καταντίπ
- (λ. τουρκ.), επίρρ. ποσ., ολωσδιόλου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταντίπ — επίρρ. εντελώς, ολότελα («είναι καταντίπ ηλίθιος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < κατ(α) * + ντιπ «εντελώς» (< τουρκ. dip)] … Dictionary of Greek
ντιπ — επίρρ. 1. ολοκληρωτικά, ολωσδιόλου, ολότελα («είναι ντιπ φτωχός») 2. (σε αρνητ. πρότ.) καθόλου, ούτε μια σταλιά («δεν σκαμπάζει ντιπ από μουσική») 3. συντίθεται με την πρόθεση κατά προκειμένου να δηλώσει εμφαντικά μια έννοια και μερικές φορές… … Dictionary of Greek